υδρόψυκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδρόψυκτος < ρηματικό επίθετο σε -τος, υδρο- + ψύχ-ω, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική water-cooled)
Επίθετο
επεξεργασίαυδρόψυκτος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- υδρόψυκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)