υδρόψυξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρόψυξη | οι | υδροψύξεις |
γενική | της | υδρόψυξης* | των | υδροψύξεων |
αιτιατική | την | υδρόψυξη | τις | υδροψύξεις |
κλητική | υδρόψυξη | υδροψύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδροψύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υδρόψυξη (νεολογισμός) < υδρό- + ψύξη, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική water-cooling)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδρόψυξη θηλυκό
- (νεολογισμός, μηχανολογία) η ελάττωση της θερμοκρασίας μιας συσκευής ή μηχανής με τη χρήση (κυκλοφορία) νερού ή άλλου, ειδικού, ψυκτικού υγρού
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδρόψυξη
Πηγές
επεξεργασία- υδρόψυξη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υδρόψυξη - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr