ψυκτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψυκτικό | τα | ψυκτικά |
γενική | του | ψυκτικού | των | ψυκτικών |
αιτιατική | το | ψυκτικό | τα | ψυκτικά |
κλητική | ψυκτικό | ψυκτικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυκτικό < ουδέτερο του ψυκτικός· αντί του ψυκτικό υγρό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυκτικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυκτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαψυκτικό