Ετυμολογία

επεξεργασία

ψυκτικά < ψυκτικός +

  Επίρρημα

επεξεργασία

ψυκτικά

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ψύχω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ψυκτικά