αερόψυξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αερόψυξη | οι | αεροψύξεις |
γενική | της | αερόψυξης* | των | αεροψύξεων |
αιτιατική | την | αερόψυξη | τις | αεροψύξεις |
κλητική | αερόψυξη | αεροψύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεροψύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αερόψυξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααερόψυξη θηλυκό
- η ελάττωση της θερμοκρασίας μιας συσκευής χάρη στην επαφή της με τον αέρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αερόψυξη
|