↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροπληξία οι υδροπληξίες
      γενική της υδροπληξίας των υδροπληξιών
    αιτιατική την υδροπληξία τις υδροπληξίες
     κλητική υδροπληξία υδροπληξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδροπληξία < (απόδοση για την αγγλική hydrocution) (υβριδικό σύνθετο)[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε υδρο- + -πληξία (< ὕδωρ + πλήττω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδροπληξία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. υδρ(ο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  • υδροπληξίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)