υδρόθειο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υδρόθειο | τα | υδρόθεια |
γενική | του | υδρόθειου & υδροθείου |
των | υδρόθειων & υδροθείων |
αιτιατική | το | υδρόθειο | τα | υδρόθεια |
κλητική | υδρόθειο | υδρόθεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδρόθειο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδρόθειο ουδέτερο
- χημική ένωση που δημιουργείται από τα στοιχεία θείο και υδρογόνο (χημικό τύπο H2S), άχρωμο και πολύ τοξικό αέριο με δυσάρεστη οσμή που θυμίζει τα κλούβια αυγά
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδρόθειο
|