Δείτε επίσης: Κλούβιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλούβιος η κλούβια το κλούβιο
      γενική του κλούβιου της κλούβιας του κλούβιου
    αιτιατική τον κλούβιο την κλούβια το κλούβιο
     κλητική κλούβιε κλούβια κλούβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλούβιοι οι κλούβιες τα κλούβια
      γενική των κλούβιων των κλούβιων των κλούβιων
    αιτιατική τους κλούβιους τις κλούβιες τα κλούβια
     κλητική κλούβιοι κλούβιες κλούβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλούβιος < πιθανόν ελληνιστική κοινή κλουβός < αρχαία ελληνική κλωβός ή κατ' άλλη άποψη, < σλαβικής προέλευσης kûlvati [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈklu.vʝos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλού‐βιος

  Επίθετο επεξεργασία

κλούβιος, -α, -ο

  1. (για αβγά) που έχει μπαγιατέψει, που έχει χαλάσει
  2. (μεταφορικά) χαζός, ανόητος

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.