μπαγιατεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαγιατεύω < μεσαιωνική ελληνική μπαγιάτης + -εύω < τουρκική bayat
Ρήμα
επεξεργασίαμπαγιατεύω
- γίνομαι μπαγιάτικος, δεν είμαι πια φρέσκος, δεν έχω την ποιότητα (πχ την καλή γεύση, την υφή) που είχα
- τα παξιμάδια και τα μπισκότα δεν μπαγιατεύουν όπως το ψωμί
- (μεταφορικά) είμαι παλιός πια, όχι επίκαιρος (πχ για ειδήσεις)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαγιατεύω | μπαγιάτευα | θα μπαγιατεύω | να μπαγιατεύω | μπαγιατεύοντας | |
β' ενικ. | μπαγιατεύεις | μπαγιάτευες | θα μπαγιατεύεις | να μπαγιατεύεις | μπαγιάτευε | |
γ' ενικ. | μπαγιατεύει | μπαγιάτευε | θα μπαγιατεύει | να μπαγιατεύει | ||
α' πληθ. | μπαγιατεύουμε | μπαγιατεύαμε | θα μπαγιατεύουμε | να μπαγιατεύουμε | ||
β' πληθ. | μπαγιατεύετε | μπαγιατεύατε | θα μπαγιατεύετε | να μπαγιατεύετε | μπαγιατεύετε | |
γ' πληθ. | μπαγιατεύουν(ε) | μπαγιάτευαν μπαγιατεύαν(ε) |
θα μπαγιατεύουν(ε) | να μπαγιατεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπαγιάτευσα | θα μπαγιατεύσω | να μπαγιατεύσω | μπαγιατεύσει | ||
β' ενικ. | μπαγιάτευσες | θα μπαγιατεύσεις | να μπαγιατεύσεις | μπαγιάτευσε | ||
γ' ενικ. | μπαγιάτευσε | θα μπαγιατεύσει | να μπαγιατεύσει | |||
α' πληθ. | μπαγιατεύσαμε | θα μπαγιατεύσουμε | να μπαγιατεύσουμε | |||
β' πληθ. | μπαγιατεύσατε | θα μπαγιατεύσετε | να μπαγιατεύσετε | μπαγιατεύστε | ||
γ' πληθ. | μπαγιάτευσαν μπαγιατεύσαν(ε) |
θα μπαγιατεύσουν(ε) | να μπαγιατεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπαγιατεύσει | είχα μπαγιατεύσει | θα έχω μπαγιατεύσει | να έχω μπαγιατεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπαγιατεύσει | είχες μπαγιατεύσει | θα έχεις μπαγιατεύσει | να έχεις μπαγιατεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπαγιατεύσει | είχε μπαγιατεύσει | θα έχει μπαγιατεύσει | να έχει μπαγιατεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαγιατεύσει | είχαμε μπαγιατεύσει | θα έχουμε μπαγιατεύσει | να έχουμε μπαγιατεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπαγιατεύσει | είχατε μπαγιατεύσει | θα έχετε μπαγιατεύσει | να έχετε μπαγιατεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπαγιατεύσει | είχαν μπαγιατεύσει | θα έχουν μπαγιατεύσει | να έχουν μπαγιατεύσει |
|