μπαγιατίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαγιατίζω < μπαγιάτικος + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαμπαγιατίζω
- άλλη μορφή του μπαγιατεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαγιατίζω | μπαγιάτιζα | θα μπαγιατίζω | να μπαγιατίζω | μπαγιατίζοντας | |
β' ενικ. | μπαγιατίζεις | μπαγιάτιζες | θα μπαγιατίζεις | να μπαγιατίζεις | μπαγιάτιζε | |
γ' ενικ. | μπαγιατίζει | μπαγιάτιζε | θα μπαγιατίζει | να μπαγιατίζει | ||
α' πληθ. | μπαγιατίζουμε | μπαγιατίζαμε | θα μπαγιατίζουμε | να μπαγιατίζουμε | ||
β' πληθ. | μπαγιατίζετε | μπαγιατίζατε | θα μπαγιατίζετε | να μπαγιατίζετε | μπαγιατίζετε | |
γ' πληθ. | μπαγιατίζουν(ε) | μπαγιάτιζαν μπαγιατίζαν(ε) |
θα μπαγιατίζουν(ε) | να μπαγιατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπαγιάτισα | θα μπαγιατίσω | να μπαγιατίσω | μπαγιατίσει | ||
β' ενικ. | μπαγιάτισες | θα μπαγιατίσεις | να μπαγιατίσεις | μπαγιάτισε | ||
γ' ενικ. | μπαγιάτισε | θα μπαγιατίσει | να μπαγιατίσει | |||
α' πληθ. | μπαγιατίσαμε | θα μπαγιατίσουμε | να μπαγιατίσουμε | |||
β' πληθ. | μπαγιατίσατε | θα μπαγιατίσετε | να μπαγιατίσετε | μπαγιατίστε | ||
γ' πληθ. | μπαγιάτισαν μπαγιατίσαν(ε) |
θα μπαγιατίσουν(ε) | να μπαγιατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπαγιατίσει | είχα μπαγιατίσει | θα έχω μπαγιατίσει | να έχω μπαγιατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπαγιατίσει | είχες μπαγιατίσει | θα έχεις μπαγιατίσει | να έχεις μπαγιατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπαγιατίσει | είχε μπαγιατίσει | θα έχει μπαγιατίσει | να έχει μπαγιατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαγιατίσει | είχαμε μπαγιατίσει | θα έχουμε μπαγιατίσει | να έχουμε μπαγιατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπαγιατίσει | είχατε μπαγιατίσει | θα έχετε μπαγιατίσει | να έχετε μπαγιατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπαγιατίσει | είχαν μπαγιατίσει | θα έχουν μπαγιατίσει | να έχουν μπαγιατίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαγιατίζω
|