κλουβιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακλουβιάζω
- (για αβγά) είμαι κλούβιος, μπαγιάτικος, αλλοιωμένος
- (μεταφορικά) (προφορικό) είμαι ανόητος ή δεν σκέφτομαι λογικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλούβιος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλουβιάζω | κλούβιαζα | θα κλουβιάζω | να κλουβιάζω | κλουβιάζοντας | |
β' ενικ. | κλουβιάζεις | κλούβιαζες | θα κλουβιάζεις | να κλουβιάζεις | κλούβιαζε | |
γ' ενικ. | κλουβιάζει | κλούβιαζε | θα κλουβιάζει | να κλουβιάζει | ||
α' πληθ. | κλουβιάζουμε | κλουβιάζαμε | θα κλουβιάζουμε | να κλουβιάζουμε | ||
β' πληθ. | κλουβιάζετε | κλουβιάζατε | θα κλουβιάζετε | να κλουβιάζετε | κλουβιάζετε | |
γ' πληθ. | κλουβιάζουν(ε) | κλούβιαζαν κλουβιάζαν(ε) |
θα κλουβιάζουν(ε) | να κλουβιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλούβιασα | θα κλουβιάσω | να κλουβιάσω | κλουβιάσει | ||
β' ενικ. | κλούβιασες | θα κλουβιάσεις | να κλουβιάσεις | κλούβιασε | ||
γ' ενικ. | κλούβιασε | θα κλουβιάσει | να κλουβιάσει | |||
α' πληθ. | κλουβιάσαμε | θα κλουβιάσουμε | να κλουβιάσουμε | |||
β' πληθ. | κλουβιάσατε | θα κλουβιάσετε | να κλουβιάσετε | κλουβιάστε | ||
γ' πληθ. | κλούβιασαν κλουβιάσαν(ε) |
θα κλουβιάσουν(ε) | να κλουβιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλουβιάσει | είχα κλουβιάσει | θα έχω κλουβιάσει | να έχω κλουβιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλουβιάσει | είχες κλουβιάσει | θα έχεις κλουβιάσει | να έχεις κλουβιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κλουβιάσει | είχε κλουβιάσει | θα έχει κλουβιάσει | να έχει κλουβιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλουβιάσει | είχαμε κλουβιάσει | θα έχουμε κλουβιάσει | να έχουμε κλουβιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλουβιάσει | είχατε κλουβιάσει | θα έχετε κλουβιάσει | να έχετε κλουβιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κλουβιάσει | είχαν κλουβιάσει | θα έχουν κλουβιάσει | να έχουν κλουβιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλουβιάζω
|