Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλουβιάζω < κλούβιος + -άζω

  Ρήμα επεξεργασία

κλουβιάζω

  1. (για αβγά) είμαι κλούβιος, μπαγιάτικος, αλλοιωμένος
  2. (μεταφορικά) (προφορικό) είμαι ανόητος ή δεν σκέφτομαι λογικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία