Ετυμολογία

επεξεργασία
κλουβιάζω < κλούβιος + -άζω

κλουβιάζω

  1. (για αβγά) είμαι κλούβιος, μπαγιάτικος, αλλοιωμένος
  2. (μεταφορικά) (προφορικό) είμαι ανόητος ή δεν σκέφτομαι λογικά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία