Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροκλιματολογία οι υδροκλιματολογίες
      γενική της υδροκλιματολογίας των υδροκλιματολογιών
    αιτιατική την υδροκλιματολογία τις υδροκλιματολογίες
     κλητική υδροκλιματολογία υδροκλιματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροκλιματολογία < γαλλική hydroclimatologie, μορφολογικά αναλύεται ως υδρο- + κλιματολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροκλιματολογία θηλυκό χωρίς πληθυντικό

  • (ιατρική) ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τον τρόπο που επιδρούν στον οργανισμό τα μεταλλικά νερά ή οι θερμές πηγές σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες και μελετά μεθόδους για την αξιοποίησή τους στην υδροθεραπεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία