↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδροκύστωμα τα υδροκυστώματα
      γενική του υδροκυστώματος των υδροκυστωμάτων
    αιτιατική το υδροκύστωμα τα υδροκυστώματα
     κλητική υδροκύστωμα υδροκυστώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδροκύστωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από την αγγλική hydrocystoma. Μορφολογικά αναλύεται σε υδροκύστ(η) + -ωμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδροκύστωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.