↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδρόμετρο τα υδρόμετρα
      γενική του υδρομέτρου
υδρόμετρου
των υδρομέτρων
    αιτιατική το υδρόμετρο τα υδρόμετρα
     κλητική υδρόμετρο υδρόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδρόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική hydromètre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδρόμετρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία