υδρόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδρόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική hydromètre
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδρόμετρο ουδέτερο
- (τεχνολογία) συσκευή που μετρά την κατανάλωση νερού (για κατοικίες, εμπορικά κέντρα, αγροτικά κτήματα κλπ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδρόμετρο
Πηγές
επεξεργασία- υδρόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υδρόμετρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)