Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υδρόφοβος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υδρόφοβ
ος
η
υδρόφοβ
η
το
υδρόφοβ
ο
γενική
του
υδρόφοβ
ου
της
υδρόφοβ
ης
του
υδρόφοβ
ου
αιτιατική
τον
υδρόφοβ
ο
την
υδρόφοβ
η
το
υδρόφοβ
ο
κλητική
υδρόφοβ
ε
υδρόφοβ
η
υδρόφοβ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υδρόφοβ
οι
οι
υδρόφοβ
ες
τα
υδρόφοβ
α
γενική
των
υδρόφοβ
ων
των
υδρόφοβ
ων
των
υδρόφοβ
ων
αιτιατική
τους
υδρόφοβ
ους
τις
υδρόφοβ
ες
τα
υδρόφοβ
α
κλητική
υδρόφοβ
οι
υδρόφοβ
ες
υδρόφοβ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υδρόφοβος
<
αρχαία ελληνική
ὑδρόφοβος
Επίθετο
επεξεργασία
υδρόφοβος
(
ιατρική
) που πάσχει από
υδροφοβία
(
φυσική
) που απωθείται από το νερό
≠
αντώνυμα
:
υδρόφιλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδρόφοβος
αγγλικά
:
hydrophobic
(en)
πολωνικά
:
hydrofobowy
(pl)