↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροδοτικός η υδροδοτική το υδροδοτικό
      γενική του υδροδοτικού της υδροδοτικής του υδροδοτικού
    αιτιατική τον υδροδοτικό την υδροδοτική το υδροδοτικό
     κλητική υδροδοτικέ υδροδοτική υδροδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροδοτικοί οι υδροδοτικές τα υδροδοτικά
      γενική των υδροδοτικών των υδροδοτικών των υδροδοτικών
    αιτιατική τους υδροδοτικούς τις υδροδοτικές τα υδροδοτικά
     κλητική υδροδοτικοί υδροδοτικές υδροδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδροδοτικός < λείπει η ετυμολογία


  Επίθετο

επεξεργασία

υδροδοτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία