↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροθήκη οι υδροθήκες
      γενική της υδροθήκης των υδροθηκών
    αιτιατική την υδροθήκη τις υδροθήκες
     κλητική υδροθήκη υδροθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδροθήκη < υδρο- + -ο- + -θήκη / ὑδροθήκη < γαλλική hydrothèque

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδροθήκη θηλυκό

  1. (παρωχημένο) δεξαμενή νερού, στέρνα
  2. το σύνολο των δεξαμενών πόσιμου νερού σε ένα πλοίο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία