↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδροσταγονίδιο τα υδροσταγονίδια
      γενική του υδροσταγονίδιου
υδροσταγονιδίου
των υδροσταγονίδιων
υδροσταγονιδίων
    αιτιατική το υδροσταγονίδιο τα υδροσταγονίδια
     κλητική υδροσταγονίδιο υδροσταγονίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδροσταγονίδιο < υδροσταγόνα + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ðɾo.sta.ɣoˈni.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δρο‐στα‐γο‐νί‐δι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδροσταγονίδιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία