υδροχρωματίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροχρωματίζω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ðɾo.xɾo.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐χρω‐μα‐τί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
υδροχρωματίζω, αόρ.: υδροχρωμάτισα, π.αόρ.: υδροχρωματίστηκα, μτχ.π.π.: υδροχρωματισμένος[1]
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υδροχρωματίζω | υδροχρωμάτιζα | θα υδροχρωματίζω | να υδροχρωματίζω | υδροχρωματίζοντας | |
β' ενικ. | υδροχρωματίζεις | υδροχρωμάτιζες | θα υδροχρωματίζεις | να υδροχρωματίζεις | υδροχρωμάτιζε | |
γ' ενικ. | υδροχρωματίζει | υδροχρωμάτιζε | θα υδροχρωματίζει | να υδροχρωματίζει | ||
α' πληθ. | υδροχρωματίζουμε | υδροχρωματίζαμε | θα υδροχρωματίζουμε | να υδροχρωματίζουμε | ||
β' πληθ. | υδροχρωματίζετε | υδροχρωματίζατε | θα υδροχρωματίζετε | να υδροχρωματίζετε | υδροχρωματίζετε | |
γ' πληθ. | υδροχρωματίζουν(ε) | υδροχρωμάτιζαν υδροχρωματίζαν(ε) |
θα υδροχρωματίζουν(ε) | να υδροχρωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υδροχρωμάτισα | θα υδροχρωματίσω | να υδροχρωματίσω | υδροχρωματίσει | ||
β' ενικ. | υδροχρωμάτισες | θα υδροχρωματίσεις | να υδροχρωματίσεις | υδροχρωμάτισε | ||
γ' ενικ. | υδροχρωμάτισε | θα υδροχρωματίσει | να υδροχρωματίσει | |||
α' πληθ. | υδροχρωματίσαμε | θα υδροχρωματίσουμε | να υδροχρωματίσουμε | |||
β' πληθ. | υδροχρωματίσατε | θα υδροχρωματίσετε | να υδροχρωματίσετε | υδροχρωματίστε | ||
γ' πληθ. | υδροχρωμάτισαν υδροχρωματίσαν(ε) |
θα υδροχρωματίσουν(ε) | να υδροχρωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υδροχρωματίσει | είχα υδροχρωματίσει | θα έχω υδροχρωματίσει | να έχω υδροχρωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υδροχρωματίσει | είχες υδροχρωματίσει | θα έχεις υδροχρωματίσει | να έχεις υδροχρωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υδροχρωματίσει | είχε υδροχρωματίσει | θα έχει υδροχρωματίσει | να έχει υδροχρωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υδροχρωματίσει | είχαμε υδροχρωματίσει | θα έχουμε υδροχρωματίσει | να έχουμε υδροχρωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υδροχρωματίσει | είχατε υδροχρωματίσει | θα έχετε υδροχρωματίσει | να έχετε υδροχρωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υδροχρωματίσει | είχαν υδροχρωματίσει | θα έχουν υδροχρωματίσει | να έχουν υδροχρωματίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροχρωματίζω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.