Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροχρωματίζω < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðɾo.xɾo.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δρο‐χρω‐μα‐τί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

υδροχρωματίζω, αόρ.: υδροχρωμάτισα, π.αόρ.: υδροχρωματίστηκα, μτχ.π.π.: υδροχρωματισμένος[1]

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.