Κατηγορία:Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
για τους συντάκτες: στο κυρίως ρήμα (ενεργητικό ή αποθετικό)
στον παθητικό τύπο (που δεν είναι αποθετικό)
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 13 υποκατηγορίες, από 13 συνολικά.
*
Π
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 3.031 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- ἀάζω
- ἀάω
- ἀβακέω
- ἀβακίζομαι
- ἀβακῶ
- ἀβδηριτίζω
- ἀβλαστέω
- ἀβλαστῶ
- ἀβλεπτέω
- ἀβλεπτῶ
- ἀβουλέω
- ἀβουλῶ
- ἀβροτάζω
- ἁβρύνομαι
- ἁβρύνω
- ἀγάζω
- ἀγαθοεργέω
- ἀγαθοεργῶ
- ἀγαθοποιέω
- ἀγαθοποιῶ
- ἀγαθύνω
- ἀγαίομαι
- ἀγάλλω
- ἄγαμαι
- ἀγανακτέω
- ἀγανακτῶ
- ἀγανοφρονέω
- ἀγάομαι
- ἀγαπάζω
- ἀγαπάω
- ἀγαπέω
- ἀγαπῶ
- ἀγγέλλω
- ἀγείρω
- ἁγέομαι
- ἀγέρρω
- ἀγηλατέω
- ἀγηνορέω
- ἁγιάζω
- ἁγίζω
- ἀγινέω
- ἁγιστεύω
- ἀγκιστρεύω
- ἀγκυροβολέω
- ἀγκυροβολῶ
- ἀγλαΐζομαι
- ἀγλαΐζω
- ἁγνεύω
- ἀγνοέω
- ἀγνοιέω
- ἀγνοοῦμαι
- ἀγνοῶ
- ἄγνυμι
- ἀγνύω
- ἀγνωμονέω
- ἀγνωμονῶ
- ἀγοράζω
- ἀγορεύω
- ἀγραυλέω
- ἀγραυλῶ
- ἀγρεύω
- ἀγρέω
- ἀγριαίνω
- ἀγριάω
- ἀγριόω
- ἀγριῶ
- ἀγροικίζομαι
- ἀγρυπνέω
- ἀγρυπνῶ
- ἀγρώσσω
- ἀγχιστεύω
- ἄγχω
- ἄγω
- ἀγωνιάω
- ἀγωνίζομαι
- ἀγωνιῶ
- ἀγωνοθετέω
- ἀγωνοθετῶ
- ἀδελφίζω
- ἀδημονέω
- ἀδημονῶ
- ἀδηφαγέω
- ἀδηφαγῶ
- ἀδικέω
- ἀδικομαχέω
- ἀδικομαχῶ
- ἀδικῶ
- ἀδολεσχέω
- ἀδολεσχῶ
- ἀδοξέω
- ἀδοξῶ
- ἁδρέω
- ἁδρόομαι
- ἁδρύνω
- ἁδρῶ
- ἀδυνατέω
- ἀδυνατῶ
- ᾄδω
- ἀεθλεύω
- ἀείδω
- ἀείρω
- ἀέξω
- ἀεροβατέω
- ἀεροβατῶ
- ἀερομετρέω
- ἀερομετρῶ
- ἀεροπορέω
- ἀεροπορῶ
- ἀέσκω
- ἀηθέσσω
- ἀηθέω
- ἄημι
- ἀθετέω
- ἀθετῶ
- ἀθλεύω
- ἀθλέω
- ἀθλοθετέω
- ἀθλοθετῶ
- ἀθλῶ
- ἀθρέω
- ἀθροίζω
- ἀθρῶ
- ἀθυμέω
- ἀθυμῶ
- ἀθύρω
- αἰδέομαι
- αἰθαλόω
- αἰθαλῶ
- αἰθερεμβατέω
- αἰθεροβατέω
- αἰθεροβατῶ
- αἰθρέω
- αἰθριάζω
- αἰθριάω
- αἰθριῶ
- αἰθροβολέω
- αἰθροβολῶ
- αἴθω
- αἰκίζω
- αἱμάσσω
- αἱματόω
- αἱμορραγέω
- αἱμορραγῶ
- αἱμωδέω
- αἱμωδιάω
- αἱμωδιῶ
- αἱμωδῶ
- αἰνέω
- αἴνημι
- αἰνίζομαι
- αἰνίσσομαι
- αἰνίττομαι
- αἰνῶ
- αἰόλλω
- αἰονάω
- αἰονῶ
- αἰπολέω
- αἰπολῶ
- αἱρέω
- αἱρῶ
- αἴρω
- αἰσθάνομαι
- αἴσθομαι
- ἀΐσσω
- αἰσυμνάω
- αἰσχροεπέω
- αἰσχροεπῶ
- αἰσχροκερδέω
- αἰσχροκερδῶ
- αἰσχρολογέω
- αἰσχρολογῶ
- αἰσχρομυθέω
- αἰσχρομυθῶ
- αἰσχροποιέω
- αἰσχροποιῶ
- αἰσχροπραγέω
- αἰσχροπραγῶ
- αἰσχρορρημονέω
- αἰσχρορρημονῶ
- αἰσχρουργέω
- αἰσχρουργῶ
- αἰσχύνομαι
- αἰσχύνω
- αἰτέω
- αἰτιάζομαι
- αἰτιάομαι
- αἰτιολογέω
- αἰτιολογῶ
- αἰτιῶμαι
- αἰτῶ
- αἰχμαλωτίζω
- αἰωρέομαι
- αἰωρέω
- αἰωρῶ
- ἀκαιρέω
- ἀκαιρῶ
- ἀκανθοφαγέω
- ἀκανθοφαγῶ