Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδοξέω < ἄδοξ(ος) + jω

ἀδοξέω - ἀδοξῶ (συνηρημένο)

  1. δεν έχω καλή φήμη, είμαι άδοξος
  2. (μεταβατικό) περιφρονώ, απαξιώνω, δεν εκτιμώ

τύποι που απαντώνται στα αρχ.ελλ. κείμενα: ἀδοξῶ, ἠδόξουν, ἀδοξήσω, ἠδόξησα, επίσης ἀδοξεῖν απαρέμφατο και ἀδοξῶν, ἠδοξηκώς μετοχές, ενώ από το παθ. γ' πληθ. ενεστώτα ἀδοξοῦνται


Συγγενικά

επεξεργασία