ἀδοξέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀδοξέω < ἄδοξ(ος) + jω
Ρήμα
επεξεργασίαἀδοξέω - ἀδοξῶ (συνηρημένο)
Κλίση
επεξεργασίατύποι που απαντώνται στα αρχ.ελλ. κείμενα: ἀδοξῶ, ἠδόξουν, ἀδοξήσω, ἠδόξησα, επίσης ἀδοξεῖν απαρέμφατο και ἀδοξῶν, ἠδοξηκώς μετοχές, ενώ από το παθ. γ' πληθ. ενεστώτα ἀδοξοῦνται