Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αἰχμαλωτίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
αἰχμαλωτίζω
<
παρασύνθετο
από το
αἰχμάλωτος
(
αἰχμή
+
ἁλωτός
) <
ἁλίσκομαι
)+
-ίζω
Ρήμα
επεξεργασία
αἰχμαλωτίζω
πιάνω
συλλαμβάνω
κάποιον αιχμάλωτο
Συγγενικά
επεξεργασία
αἰχμάλωτος