Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰχμαλωτίζω < παρασύνθετο από το αἰχμάλωτος (αἰχμή + ἁλωτός) < ἁλίσκομαι)+ -ίζω

αἰχμαλωτίζω


Συγγενικά

επεξεργασία