Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁλωτός < ἁλίσκομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁλωτός

  1. που μπορεί να αλωθεί
  2. που έχει κυριευτεί, αλωθεί
  3. (μεταφορικά) που μπορεί να γίνει, ο κατορθωτός