Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰσχρουργέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αἰσχρουργέω - αἰσχρουργῶ (συνηρημένο)

  • πράττω αισχρά έργα