Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁγιστεύω < ἁγιστείαι πληθ. του ἁγιστεία (τελετές καθαρμού)

ἁγιστεύω (δόκιμος μόνο ο ενεστώτας και από άλλους χρόνος το απαρέμφατο ἁγιστεύσειν)

  • τελώ συγκεκριμένες ιεροτελεστίες καθαρμού
    ⮡  φόνου δέ ἑ Κρήσιοι ἄνδρες χεῖρας ἁγιστεύσουσι : και το αίμα του φόνου από τα χέρια του θα καθαρίσουν Κρήτες άνδρες