Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁγιστεία < ἁγιστεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἁγιστεία θηλυκό

  1. η ιεροτελεστεία του ἁγισμόῦ, καθαρμού
  2. η ἁγιωσύνη