ἀγηλατέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀγηλατέω - ἀγηλατῶ (συνηρημένο) (και ἀγηλατίζω)
- απομακρύνω κάποιον μιαρό, μολυσμένο, που φέρει άγος, ντροπή, μίασμα
- ὁ Κλεομένης μετ᾽ ὀλίγων, ἡγηλάτει τῶν Ἀθηναίων ἑπτακοσίας οἰκίας. (ο Κλεομένης με λίγους άντρες εκδίωξε επτακόσια νοικοκυριά Αθηναίων ως μιαρά)
- ὁ Κλεομένης οὐ σὺν μεγάλῃ χειρί, ἀπικόμενος δὲ ἀγηλατέει ἑπτακόσια ἐπίστια Ἀθηναίων
- εξορκίζω, εξαγνίζω, απομακρύνω μια κατάρα
- κλαίων δοκεῖς μοι... χὠ συνθεὶς τάδε ἀγηλατήσειν (μου φαίνεται πως κλαίγοντας θα φύγετε τρέχοντας από εδώ και το μίασμα μαζί θα φύγει)