Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγηλατέω < ἅγος (και ἄγος) + ἐλαύνω

ἀγηλατέω - ἀγηλατῶ (συνηρημένο) (και ἀγηλατίζω)

  1. απομακρύνω κάποιον μιαρό, μολυσμένο, που φέρει άγος, ντροπή, μίασμα
    ὁ Κλεομένης μετ᾽ ὀλίγων, ἡγηλάτει τῶν Ἀθηναίων ἑπτακοσίας οἰκίας. (ο Κλεομένης με λίγους άντρες εκδίωξε επτακόσια νοικοκυριά Αθηναίων ως μιαρά)
    ὁ Κλεομένης οὐ σὺν μεγάλῃ χειρί, ἀπικόμενος δὲ ἀγηλατέει ἑπτακόσια ἐπίστια Ἀθηναίων
  2. εξορκίζω, εξαγνίζω, απομακρύνω μια κατάρα
    κλαίων δοκεῖς μοι... χὠ συνθεὶς τάδε ἀγηλατήσειν (μου φαίνεται πως κλαίγοντας θα φύγετε τρέχοντας από εδώ και το μίασμα μαζί θα φύγει)

Συγγενικά

επεξεργασία