ἀδολεσχέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀδολεσχέω < ἀδολέσχης
Ρήμα
επεξεργασίαἀδολεσχέω - ἀδολεσχῶ (συνηρημένο)
- φλυαρώ, πολυλογώ, μιλώ βαριεστημένα τεμπέλικα
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1414a)
- τίνος γὰρ ἕνεκα δεῖ σαφῆ καὶ μὴ ταπεινὴν εἶναι ἀλλὰ πρέπουσαν; ἄν τε γὰρ ἀδολεσχῇ, οὐ σαφής, οὐδὲ ἂν σύντομος, ἀλλὰ δῆλον ὅτι τὸ μέσον ἁρμόττει.
- Για ποιόν, πράγματι, λόγο το ύφος θα πρέπει να είναι σαφές και να μην είναι φτηνό, αλλά το πρέπον; Γιατί αν είναι φλύαρο, δεν θα είναι σαφές, όπως δεν θα είναι επίσης σαφές, αν είναι πολύ σύντομο: είναι φανερό ότι το αρμόζον είναι το μέσον.
- Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- τίνος γὰρ ἕνεκα δεῖ σαφῆ καὶ μὴ ταπεινὴν εἶναι ἀλλὰ πρέπουσαν; ἄν τε γὰρ ἀδολεσχῇ, οὐ σαφής, οὐδὲ ἂν σύντομος, ἀλλὰ δῆλον ὅτι τὸ μέσον ἁρμόττει.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1414a)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀδολεσχέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδολεσχέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.