Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδολεσχέω < ἀδολέσχης

ἀδολεσχέω - ἀδολεσχῶ (συνηρημένο)

  • φλυαρώ, πολυλογώ, μιλώ βαριεστημένα τεμπέλικα
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ρητορική, (1414a)
    τίνος γὰρ ἕνεκα δεῖ σαφῆ καὶ μὴ ταπεινὴν εἶναι ἀλλὰ πρέπουσαν; ἄν τε γὰρ ἀδολεσχῇ, οὐ σαφής, οὐδὲ ἂν σύντομος, ἀλλὰ δῆλον ὅτι τὸ μέσον ἁρμόττει.
    Για ποιόν, πράγματι, λόγο το ύφος θα πρέπει να είναι σαφές και να μην είναι φτηνό, αλλά το πρέπον; Γιατί αν είναι φλύαρο, δεν θα είναι σαφές, όπως δεν θα είναι επίσης σαφές, αν είναι πολύ σύντομο: είναι φανερό ότι το αρμόζον είναι το μέσον.
    Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία