ἀδολεσχία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀδολεσχίᾱ | αἱ | ἀδολεσχίαι |
γενική | τῆς | ἀδολεσχίᾱς | τῶν | ἀδολεσχιῶν |
δοτική | τῇ | ἀδολεσχίᾳ | ταῖς | ἀδολεσχίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀδολεσχίᾱν | τὰς | ἀδολεσχίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀδολεσχίᾱ | ἀδολεσχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδολεσχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀδολεσχίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀδολεσχία < ἀδολέσχης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀδολεσχία θηλυκό