Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθυμέω < παρασύνθετος από το ἄθυμος και jω (το ἄθυμος < ἀ- στερητικό και θυμός)

ἀθυμέω - ἀθυμῶ (συνηρημένο)

  • είμαι λυπημένος, με διακατέχει αθυμία, είμαι κακοδιάθετος, είμαι στεναχωρημένος, έχω χάσει το κουράγιο μου


Συγγενικά

επεξεργασία