Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰθριάω < αἰθρία και jω

  Ρήμα επεξεργασία

αἰθριάω - αἰθριῶ (συνηρημένο), καθώς και αἰθριάζω και αἰθρέω

  • καθιστώ τον ουρανό αίθριο


Συγγενικά επεξεργασία