Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγηνορέω < ἀγήνωρ

  Ρήμα επεξεργασία

ἀγηνορέω
  1. υπερηφανεύομαι
  2. πολεμώ ηρωικά, ανδρεία