Δείτε επίσης: Ἀγήνωρ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἀγήνωρ οἱ/αἱ ἀγήνορες
      γενική τοῦ/τῆς ἀγήνορος τῶν ἀγηνόρων
      δοτική τῷ/τῇ ἀγήνορ τοῖς/ταῖς ἀγήνορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγήνορ τοὺς/τὰς ἀγήνορᾰς
     κλητική ! ἀγῆνορ ἀγήνορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγήνορε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγηνόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγήνωρ < (ἅγη) ἀγ- + -ήνωρ (ἀνήρ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγήνωρ αρσενικό (& θηλυκό χρειάζεται παράθεμα)

  1. ανδρείος, ηρωικός
  2. (για ζώα ή πράγματα) μεγαλοπρεπής, εξαιρετικός, επιβλητικός
  3. (με αρνητική σημασία)
    1. ισχυρογνώμων, πείσμων, ξεροκέφαλος
    2. υπεροπτικός, αλαζόνας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία