Δείτε επίσης: ἀγήνωρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀγήνωρ οἱ Ἀγήνορες
      γενική τοῦ Ἀγήνορος τῶν Ἀγηνόρων
      δοτική τῷ Ἀγήνορ τοῖς Ἀγήνορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀγήνορ τοὺς Ἀγήνορᾰς
     κλητική ! Ἀγῆνορ Ἀγήνορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀγήνορε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀγηνόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀγήνωρ < ἀγήνωρ < ἀγ- + -ήνωρ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀγήνωρ, -ορος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία