Ετυμολογία

επεξεργασία
πείσμων < πείσμα

  Επίθετο

επεξεργασία

ο, η πείσμων, το πείσμον (γενική, του πείσμονος)


Συγγενικά

επεξεργασία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία