πείσμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πείσμων < πείσμα
Επίθετο
επεξεργασίαο, η πείσμων, το πείσμον (γενική, του πείσμονος)
- ο πεισματάρης, αυτός που δύσκολα αλλάζει γνώμη παρά τα λογικά επιχειρήματα που επικαλούνται όσοι θέλουν να τον μεταπείσουν
Συγγενικά
επεξεργασία- πεισμονή
- πεισματικός
- πείσμωμα
- πεισμώνω
- πειστικός (από θέμα πείθ-)