Ετυμολογία

επεξεργασία
πεισμώνω <πείσμα + -ώνω

πεισμώνω, μτχ παθ. παρακ. πεισμωμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία