Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγριαίνω < ἄγριος + -αίνω

ἀγριαίνω (αμετάβατο)

  1. εξαγριώνομαι, θυμώνω
  2. αγριεύω (π.χ. ο καιρός, τα νερά του ποταμού)