Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγριόω < ἄγριος + jω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀγριόω - ἀγριῶ (συνηρημένο), (συμπληρώνει τους ενεργητικούς χρόνους από το ἀγριαίνω)


Συγγενικά επεξεργασία