ἀδελφίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀδελφίζω < ἀδελφός
Ρήμα
επεξεργασίαἀδελφίζω
- κάνω κάποιον θετό αδελφό μου
- αποκαλώ κάποιον αδελφό μου
- νῦν αὐτὸν ἀδελφίζειν ἐπιχειρήσουσιν,... τὸ κῆδος οὐκ ἠξίωσεν ἀφικέσθαι : τώρα αποπειράται να τον αποκαλεί αδελφό της... (αυτή) που δεν αξιώθηκε να έρθει ούτε στην κηδεία του (Ισοκράτης, Αιγινητικός, 31)
- αδελφίζομαι: απαντάται κυρίως σε έργα του Ιπποκράτη με την έννοια του παρομοιάζω, προσομοιάζω, μοιάζω πολύ με κάτι ή συνδέομαι ιδιαίτερα με κάτι
- πολλαχῆ γὰρ ἠδέλφισται τὰ ἕτερα τοῖσιν ἑτέροισιν : γιατί κατά πολλούς τρόπους έχουν κοινά σημεία το ένα με το άλλο (τα κατάγματα και τα τραύματα) Ιπποκράτης, "Περὶ ἀγμῶν", 31)