Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδελφίζω < ἀδελφός

ἀδελφίζω

  1. κάνω κάποιον θετό αδελφό μου
  2. αποκαλώ κάποιον αδελφό μου
    νῦν αὐτὸν ἀδελφίζειν ἐπιχειρήσουσιν,... τὸ κῆδος οὐκ ἠξίωσεν ἀφικέσθαι : τώρα αποπειράται να τον αποκαλεί αδελφό της... (αυτή) που δεν αξιώθηκε να έρθει ούτε στην κηδεία του (Ισοκράτης, Αιγινητικός, 31)
  3. αδελφίζομαι: απαντάται κυρίως σε έργα του Ιπποκράτη με την έννοια του παρομοιάζω, προσομοιάζω, μοιάζω πολύ με κάτι ή συνδέομαι ιδιαίτερα με κάτι
    • πολλαχῆ γὰρ ἠδέλφισται τὰ ἕτερα τοῖσιν ἑτέροισιν : γιατί κατά πολλούς τρόπους έχουν κοινά σημεία το ένα με το άλλο (τα κατάγματα και τα τραύματα) Ιπποκράτης, "Περὶ ἀγμῶν", 31)

Συγγενικά

επεξεργασία