Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰσχρορρημονέω < λείπει η ετυμολογία

αἰσχρορρημονέω - αἰσχρορρημονῶ (συνηρημένο)

  • μεταχειρίζομαι αισχρή γλώσσα