Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀθρέω < α- προθεματικό με ρίζα θρα- και θρε- ενώ άλλοι το αποδίδουν σε ρίζα θερ- πιθανόν ινδοευρωπαϊκή

ἀθρέω - ἀθρῶ (συνηρημένο)

  1. βλέπω
  2. εξετάζω