ἀθρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαἀθρέω < α- προθεματικό με ρίζα θρα- και θρε- ενώ άλλοι το αποδίδουν σε ρίζα θερ- πιθανόν ινδοευρωπαϊκή
Ρήμα
επεξεργασίαἀθρέω - ἀθρῶ (συνηρημένο)
ἀθρέω < α- προθεματικό με ρίζα θρα- και θρε- ενώ άλλοι το αποδίδουν σε ρίζα θερ- πιθανόν ινδοευρωπαϊκή
ἀθρέω - ἀθρῶ (συνηρημένο)