ἀερομετρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀερομετρέω - ἀερομετρῶ (συνηρημένο), (μόνο στον ενεστώτα)
- ασχολούμαι με το να μετράω κάτι αμέτρητο, ασχολούμαι με ματαιότητες, βλακώδεις ή ανούσιες επί του προκειμένου προβλήματος θεωρίες