Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγκιστρεύω < ἂγκιστρο

  Ρήμα επεξεργασία

ἀγκιστρεύω

  1. ψαρεύω με αγκίστρι
  2. δελεάζω, εξαπατώ