Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰνίττομαι < αἶνος, συγγενές με το αἴνιγμα (αἰνίγ-j-ομαι)

  Ρήμα επεξεργασία

αἰνίττομαι και αἰνίσσομαι

  1. αποθετικό με ενεργητική σημασία, μιλώ με υπνοούμενα, με αινίγματα, υπονοώ, υπαινίσσομαι
  2. ως παθητικό