αἴνιγμα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | αἴνιγμα | αἰνίγματε | αἰνίγματα |
Γενική | αἰνίγματος | αἰνιγμάτοιν | αἰνιγμάτων |
Δοτική | αἰνίγματι | αἰνιγμάτοιν | αἰνίγμασι |
Αιτιατική | αἴνιγμα | αἰνίγματε | αἰνίγματα |
Κλητική | αἴνιγμα | αἰνίγματε | αἰνίγματα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αἴνιγμα < αἰνίσσομαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αἴνιγμα ουδέτερο
- το δυσνόητο, το ερώτημα που μένει αναπάντητο ή επιδέχεται ποικίλες απαντήσεις, το δυσερμήνευτο, ο γρίφος
- Οἰδίπους ὅδε, ὃς τὰ κλείν΄ αἰνίγματ΄ ᾔδει καὶ κράτιστος ἦν ἀνήρ. (Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, 1524-1525)
- τίς οὖν ἔσθ΄ οὗτος ὁ νῦν μὲν οὐκ ὤν, ὑπάρξων δ΄ εἰς τότε; αἰνίγματι γὰρ ὅμοιον τοῦτό γε. (Δημοσθένης, Περὶ τῶν συμμοριῶν, 24-25)