Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἰνιγμός οἱ αἰνιγμοί
      γενική τοῦ αἰνιγμοῦ τῶν αἰνιγμῶν
      δοτική τῷ αἰνιγμ τοῖς αἰνιγμοῖς
    αιτιατική τὸν αἰνιγμόν τοὺς αἰνιγμούς
     κλητική ! αἰνιγμέ αἰνιγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰνιγμώ
γεν-δοτ τοῖν  αἰνιγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰνιγμός < αἰνίττομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αἰνιγμός αρσενικό

  • γρίφος, αίνιγμα
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ῥῆσος, στίχ. 754 @scaife.perseus
    τάδʼ οὐκ ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνει κακά·
    ※  4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 121
    Οὐ γὰρ δι᾽ αἰνιγμῶν, ἀλλ᾽ ἐναργῶς γέγραπται ἐν τῇ ἀρᾷ κατά τε τῶν ἀσεβησάντων ἃ χρὴ παθεῖν αὐτούς, καὶ κατὰ τῶν ἐπιτρεψάντων, καὶ τελευταῖον, μηδ᾽ ὁσίως, φησί, θύσειαν οἱ μὴ τιμωροῦντες τῷ Ἀπόλλωνι μηδὲ τῇ Ἀρτέμιδι μηδὲ τῇ Λητοῖ μηδ᾽ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ, μηδὲ δέξαιντο αὐτῶν τὰ ἱερά.»
    Γιατί, εναντίον των ασεβών και όσων επέτρεψαν την ιεροσυλία, είναι γραμμένη στην κατάρα με σαφήνεια και όχι με γρίφους η ποινή που πρέπει να επιβληθεί σ᾽ αυτούς. Και η κατάρα τελειώνει ως εξής: «όσοι δεν τιμωρούν τους παραβάτες να μην μπορούν να προσφέρουν ευοίωνες θυσίες στον Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και στην Προναία Αθηνά, και είθε οι θεοί να αρνηθούν να δεχτούν τις προσφορές τους.»
    Μετάφραση (2012): Α. Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 61 (60-61)
    οὐκ ἔχω φράσαι. | ὅμως γε μέντοι σοι δι᾽ αἰνιγμῶν ἐρῶ.
    Με τα λόγια δε λέγεται· | με παρομοίωση μόνο.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 13.6, 558d, @scaife.perseus.
    Σφίγγα Θηβαίαν δὲ πάσας ἔστι τὰς πόρνας καλεῖν,
    αἳ λαλοῦσ’ ἁπλῶς μὲν οὐδέν, ἀλλ’ ἐν αἰνιγμοῖς τισιν,
    ὡς ἐρῶσι καὶ φιλοῦσι καὶ σύνεισιν ἡδέως.
     συνώνυμα: αἴνιγμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία