γρίφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γρίφος | οι | γρίφοι |
γενική | του | γρίφου | των | γρίφων |
αιτιατική | τον | γρίφο | τους | γρίφους |
κλητική | γρίφε | γρίφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γρίφος < αρχαία ελληνική γρῖφος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγρίφος αρσενικό
- πνευματικό παιχνίδι που διατυπώνεται συνήθως σε μορφή ερώτησης και απαιτεί σκέψη για την επίλυσή του
- Αν τρεις κότες γεννούν τρία αβγά σε τρεις ημέρες, πόσα αβγά γεννά μια κότα σε μια μέρα;
- (μεταφορικά) καθετί που είναι περίπλοκο, δύσκολο να ερμηνευτεί, δυσνόητο ή ακατανόητο
- άλυτος γρίφος παραμένει για την Αστυνομία η υπόθεση
- μιλάει με γρίφους