συλλαβόγριφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συλλαβόγριφος < συλλαβή + -ο- + γρίφος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Silbenrätsel
Ουσιαστικό επεξεργασία
συλλαβόγριφος αρσενικό
- είδος παιχνιδιού με επίλυση γρίφων και σχηματισμό λέξεων από τις συλλαβές των λέξεων που προκύπτουν από την επίλυση γρίφων
Μεταφράσεις επεξεργασία
συλλαβόγριφος