Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απογριφώνω < απο- + γρίφος + -ώνω < αρχαία ελληνική γρῖφος

  Ρήμα επεξεργασία

απογριφώνω (παθητική φωνή: απογριφώνομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία