απογριφώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπογριφώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απογριφώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απογριφώνομαι | απογριφωνόμουν(α) | θα απογριφώνομαι | να απογριφώνομαι | ||
β' ενικ. | απογριφώνεσαι | απογριφωνόσουν(α) | θα απογριφώνεσαι | να απογριφώνεσαι | (απογριφώνου) | |
γ' ενικ. | απογριφώνεται | απογριφωνόταν(ε) | θα απογριφώνεται | να απογριφώνεται | ||
α' πληθ. | απογριφωνόμαστε | απογριφωνόμαστε απογριφωνόμασταν |
θα απογριφωνόμαστε | να απογριφωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απογριφώνεστε | απογριφωνόσαστε απογριφωνόσασταν |
θα απογριφώνεστε | να απογριφώνεστε | (απογριφώνεστε) | |
γ' πληθ. | απογριφώνονται | απογριφώνονταν απογριφωνόντουσαν |
θα απογριφώνονται | να απογριφώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απογριφώθηκα | θα απογριφωθώ | να απογριφωθώ | απογριφωθεί | ||
β' ενικ. | απογριφώθηκες | θα απογριφωθείς | να απογριφωθείς | απογριφώσου | ||
γ' ενικ. | απογριφώθηκε | θα απογριφωθεί | να απογριφωθεί | |||
α' πληθ. | απογριφωθήκαμε | θα απογριφωθούμε | να απογριφωθούμε | |||
β' πληθ. | απογριφωθήκατε | θα απογριφωθείτε | να απογριφωθείτε | απογριφωθείτε | ||
γ' πληθ. | απογριφώθηκαν απογριφωθήκαν(ε) |
θα απογριφωθούν(ε) | να απογριφωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απογριφωθεί | είχα απογριφωθεί | θα έχω απογριφωθεί | να έχω απογριφωθεί | απογριφωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απογριφωθεί | είχες απογριφωθεί | θα έχεις απογριφωθεί | να έχεις απογριφωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απογριφωθεί | είχε απογριφωθεί | θα έχει απογριφωθεί | να έχει απογριφωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απογριφωθεί | είχαμε απογριφωθεί | θα έχουμε απογριφωθεί | να έχουμε απογριφωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απογριφωθεί | είχατε απογριφωθεί | θα έχετε απογριφωθεί | να έχετε απογριφωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απογριφωθεί | είχαν απογριφωθεί | θα έχουν απογριφωθεί | να έχουν απογριφωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απογριφώνομαι
|